ἱματιοπώλης

ἱματιοπώλης
ἱμᾰτιο-πώλης, ου, ,
A clothes-dealer, CritiasFr.64D., UPZ8.32 (ii B.C.), AJP 38.418 ([place name] Egypt), Ephes.3p.146 ([etym.] εἱμ-), Ptol.Tetr.179:—also in form [full] εἱματοπ., Gloss.:—fem. [suff] ἱμᾰτιό-πωλις, ιδος, IG2.3650, Ath.3.76a;

ἡ ἱ. ἀγορά Poll.7.78

:

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἱματιοπώλης — clothes dealer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιματιοπώλης — ο (Α ἱματιοπώλης και θηλ. ίματιοπῶλις, ιδος) πωλητής ιματίων, πωλητής ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιμάτιον + πώλης (< πωλώ), πρβλ. λαχανο πώλης, μυρο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • ἱματιοπῶλαι — ἱματιοπώλης clothes dealer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱματιοπώλας — ἱματιοπώλᾱς , ἱματιοπώλης clothes dealer masc acc pl ἱματιοπώλᾱς , ἱματιοπώλης clothes dealer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • βεστιάριος — βεστιάριος, ο (Μ) θησαυροφύλακας του κράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vestiarius( ii) «ιματιοπώλης, ιματιοφύλακας», ουσιαστικοποιημένος τ. αρσ. του επιθ. vestiarius, a, um «ο σχετικός με τα ρούχα» < vestis ( is) «ένδυμα»] …   Dictionary of Greek

  • ιμάτιο — Το ένδυμα που φορούσαν οι αρχαίοι Έλληνες πάνω από τον χιτώνα. Το ι. ήταν ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος, το οποίο χρησιμοποιούσαν όπως ήταν μετά την ύφανση, χωρίς να το ράψουν. Το φορούσαν συνήθως στους ώμους και κάλυπτε όλο το σώμα …   Dictionary of Greek

  • ιμασιοπώλης — ἱμασιοπώλης, ὁ (Α) βλ. ιματιοπώλης …   Dictionary of Greek

  • ιματιοπράτης — ο (Α ἱματιοπράτης) ιματιοπώλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + πράτης (< θ. πρα τού πιπράσκω)] …   Dictionary of Greek

  • ιματιοπωλικός — ἱματιοπωλικός καί ἱματοπωλικός, όν (Α) [ιματιοπώλης) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱματιοπωλικόν και ἱματοπωλικόν φόρος που κατέβαλλαν οι έμποροι ιματίων …   Dictionary of Greek

  • ιματιοπωλώ — ἱματιοπωλῶ, έω (Μ) [ιματιοπώλης] πωλώ ιμάτια, εμπορεύομαι ρούχα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”